Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δραγουμάνος ο [δraγumános] Ο18 : (παρωχ.) διερμηνέας.
[μσν. δραγουμάνος < αραβ. targumān -ος με μετάθ. του [r] και τροπή του αρχικού [t > δ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > δ] ]