Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δράκα η [δráka] Ο25α : (λογοτ.) ό,τι χωράει η χούφτα του ανθρώπου, κυρίως στην έκφραση μια ~, πολύ μικρός αριθμός: Mια ~ αγωνιστών / άνθρωποι.
[λόγ. < ελνστ. δράξ, αιτ. δράκα]
- δράκαινα η [δrákena] Ο27 : ψάρι του βυθού με αγκαθωτά και δηλητηριώδη πτερύγια.
[μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλυκό φίδι΄ κατά τη σημ. του ελνστ. δράκων (το ίδιο ψάρι)]