Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δομή η [δomí] Ο29 : η εσωτερική διάρθρωση η οποία συνδέει τα επί μέρους όμοια ή ανόμοια στοιχεία ενός συνόλου ή συστήματος· ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο: 1. ένα σύνολο υλικών στοιχείων: H ~ του ανθρώπινου σώματος. H ~ των κυττάρων. H χημική ~ ενός στοιχείου. H ~ ενός μηχανισμού. 2. ένα σύνολο ατόμων ή εκφράσεων της δημιουργικότητάς τους: Kοινωνική ~, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων και των ομάδων σε μια κοινωνία. Οι οικονομικές / οι πολιτικές / οι κοινωνικές δομές είναι οι θεσμοί και οι κανόνες που διέπουν ένα κράτος. Ένα κράτος έχει ~ καπιταλιστική / σοσιαλιστική. Ενίσχυση των δημοκρατικών δομών. H ~ ενός λογοτεχνικού / ενός κινηματογραφικού έργου, η οργάνωση του υλικού και ο τρόπος σύνδεσης των στοιχείων. H συντακτική ~ του λόγου. || (γλωσσ.) ~ βάθους / βαθιά ~, στη μετασχηματιστική γραμματική, οι σχέσεις ανάμεσα στα στοιχεία της πρότασης που δε γίνονται άμεσα φανερές από τη γραμμική ακολουθία σε αντιδιαστολή προς την επιφανειακή δομή.
[λόγ. < ελνστ. δομή `χτίσμα΄ σημδ. γαλλ. structure]
- δόμημα το [δómima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός κτίσματος.
[λόγ. < ελνστ. δόμημα `χτίσμα΄]
- δόμηση η [δómisi] Ο33 : (τεχν.) το χτίσιμο, η συνολική κατασκευή ενός κτιρίου: Ελεύθερη / συνεχής / πυκνή / αυθαίρετη ~. ~ εκτός σχεδίου. Οι όροι δόμησης των αστικών κέντρων ρυθμίζονται νομοθετικά. Συντελεστής δόμησης, που καθορίζει το ποσοστό οικοδομικής κάλυψης ενός οικοπέδου.
[λόγ. < ελνστ. δόμη(σις) `χτίσιμο΄ -ση]