Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δολοφόνος ο [δolofónos] Ο18 θηλ. δολοφόνος [δolofónos] Ο35 & (οικ.) δολοφόνισσσα [δolofónisa] Ο27 : 1. αυτός που σκότωσε κπ. προμελετημένα και με ύπουλο τρόπο: Ο ~ έστησε ενέδρα στο θύμα του. Πληρωμένος ~, που σκοτώνει με αμοιβή για λογαριασμό άλλου. Επαγγελματίας ~, για κπ. που διαπράττει συστηματικά δολοφονίες. || φονιάς. 2α. αυτός που προκαλεί σε κπ. πολύ μεγάλη βλάβη, συνήθ. θανατηφόρα, με την αδιαφορία του ή σκόπιμα και ύπουλα: Οι έμποροι ναρκωτικών είναι δολοφόνοι της νεολαίας μας. || Δολοφόνε της ευτυχίας μου! β. για κτ. που προκαλεί σε κπ. ανεπανόρθωτη βλάβη: Tο τσιγάρο είναι ο ~ της υγείας μας.
[λόγ. < αρχ. δολοφόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δολοφόν(ος) -ισσα]