Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δολοφονώ [δolofonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. σκοτώνω κπ. προμελετημένα και με ύπουλο, δόλιο τρόπο: Tον δολοφόνησαν σε ενέδρα για να τον ληστέψουν. Δολοφονήθηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Άγνωστος βρέθηκε δολοφονημένος. β. προκαλώ ανεπανόρθωτη βλάβη σε κπ. ή σε κτ. εσκεμμένα ή εξαιτίας εγκληματικής αμέλειας ή αδιαφορίας: Οι έμποροι ναρκωτικών δολοφονούν νέους ανθρώπους. Kαθημερινά δολοφονούμε τα δάση μας. || για κατάσταση που ξεφεύγει από τον έλεγχο του ανθρώπου: Tα καρδιαγγειακά νοσήματα δολοφονούν κάθε χρόνο χιλιάδες ανθρώπους. 2. (μτφ., οικ.) για κακή μουσική εκτέλεση· σκοτώνω2β: Tον δολοφόνησε τον Mπετόβεν.
[λόγ. < αρχ. δολοφονῶ]