Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκιμή
2 εγγραφές [1 - 2]
δοκιμή η [δokimí] Ο29 : 1. χρησιμοποίηση ενός πράγματος σε μικρή ποσότητα ή για μικρό χρονικό διάστημα, για να εξακριβωθεί ή για να διαπιστωθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα ή οι ιδιότητές του: Φάε μια κουταλιά για ~. Mια ~ θα σας πείσει για την ποιότητα των προϊόντων μας. Πεδίο πυρηνικών δοκιμών. Tο νέο μοντέλο είναι ακόμη στο στάδιο των δοκιμών. || (μαθημ.) έλεγχος για την ορθότητα του αποτελέσματος μιας αριθμητικής πράξης: H ~ του πολλαπλασιασμού, επαλήθευση. 2α. (συνήθ. πληθ.) η προετοιμασία μιας θεατρικής ή μουσικής παράστασης ή κάποιας άλλης επίσημης εμφάνισης και ο χρόνος που καταναλώνεται για αυτή· πρόβα: Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές. Οι μαθητές κάνουν δοκιμές για την παρέλαση. || Γενική ~, η τελευταία δοκιμή πριν από την πρεμιέρα ή από τη δημόσια εμφάνιση και μτφ., πριν από ένα εγχείρημα: H γενική ~ γίνεται με όλα τα σκηνικά και τα κοστούμια. Προηγήθηκαν τοπικές συγκρούσεις που αποτέλεσαν τη γενική ~ για το μεγάλο πόλεμο. β. (ραπτ., παρωχ.) πρόβα. (έκφρ.) κάνω ~, καταβάλλω προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα για να διαπιστώσω αν μπορώ να πετύχω κτ.· δοκιμάζω3: Kάνε μια ~, μπορεί να τα καταφέρεις.

[ελνστ. δοκιμή]

δόκιμος -η -ο [δókimos] Ε5 : I1. αυτός του οποίου η αξία είναι γενικά αναγνωρισμένη, που έχει, κατά κάποιο τρόπο, περάσει με επιτυχία μια άτυπη, όμως ουσιαστική και μακροχρόνια δοκιμασία, συνήθ. για λογοτέχνη: ~ συγγραφέας. || κλασικός. 2. που απαντά σε δόκιμους συγγραφείς: Δόκιμη χρήση μιας λέξης. Δόκιμη σύνταξη. II. (για πρόσ.) 1. που έγινε δεκτός κάπου δοκιμαστικά για ένα χρονικό διάστημα, πριν από την οριστική ένταξή του σε μια υπηρεσία, οργάνωση κτλ.: ~ υπάλληλος / μοναχός. Δόκιμη μοναχή. ~ έφεδρος αξιωματικός, κληρωτός που υπηρετεί τη θητεία του ως αξιωματικός. 2. (ως ουσ.) ο δόκιμος: α. που φοιτά σε ναυτική σχολή για να γίνει αξιωματικός: Σχολή Nαυτικών Δοκίμων. ~ Εμπορικού Nαυτικού. β. κληρωτός που υπηρετεί τη θητεία του ως αξιωματικός.

[λόγ.: Ι: αρχ. δόκιμος· ΙΙ: μσν. σημ. (όχι στρατ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες