Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διχασμός ο [δixazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διχάζω, διάσπαση μιας ενότητας. α. η πρόκληση διχόνοιας και η κατάσταση που δημιουργείται από αυτή, σε ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων: Ο εθνικός ~ οδήγησε στη Mικρασιατική Kαταστροφή. β. (ψυχιατρ.) ~ προσωπικότητας, διάσπαση της ψυχικής ενότητας του ατόμου, κύριο χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας.
[λόγ. < ελνστ. διχασμός]