Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διυλίζω [δiilízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αφαιρώ από ένα υγρό τις στερεές ουσίες που περιέχει, είτε αυτές αποτελούν φυσικά συστατικά του είτε είναι ξένες προσμείξεις, με τις κατάλληλες φυσικές ή χημικές μεθόδους· (πρβ. διηθώ, φιλτράρω): Tο αργό πετρέλαιο διυλίζεται σε ειδικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, τα διυλιστήρια. 2. (μτφ.) εξετάζω κτ. πολύ σχολαστικά. (απαρχ.) ΦΡ διυλίζει τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον), για κπ. που ασχολείται με τον έλεγχο ασήμαντων υποθέσεων, ενώ παραβλέπει εντελώς τα σοβαρά θέματα.
[λόγ. < ελνστ. διυλίζω]