Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διπλωματία η [δiplomatía] Ο25 : 1α. το σύνολο των μεθόδων και των μέσων που χρησιμοποιεί ένα κράτος, για να εκπροσωπεί τα συμφέροντά του στο εξωτερικό και γενικά για να ρυθμίζει τις σχέσεις του με τα άλλα κράτη. β. το σύνολο των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκπροσώπηση ενός κράτους: H ελληνική / διεθνής ~. 2. (μτφ.) επιδεξιότητα στο χειρισμό λεπτών καταστάσεων: Xρειάζεται μεγάλη ~ για να αποφύγεις τις παρεξηγήσεις με τους συνεργάτες σου.
[λόγ. < γαλλ. diplomat(ie) -ία < diplomatique = διπλωματική]