Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλωμάτης
1 εγγραφή
διπλωμάτης ο [δiplomátis] Ο10 θηλ. διπλωμάτης [δiplomátis] & διπλωμάτισσα [δiplomátisa] Ο27 κυρ. στη σημ. 2 : 1. ανώτερος κρατικός λειτουργός του Yπουργείου Εξωτερικών, που ασχολείται με την εξωτερική πολιτική και που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του κράτους σε μια ξένη χώρα ή σε κάποιο διεθνή οργανισμό: ~ καριέρας, που προέρχεται από το διπλωματικό σώμα. 2. (μτφ.) άνθρωπος που έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία, ευελιξία, επιδεξιότητα και ευγένεια λεπτές ή δύσκολες καταστάσεις: Aυτός είναι μεγάλος / πολύ ~. || (μειωτ.) αυτός που συμπεριφέρεται υποκριτικά, για να αποφύγει δυσκολίες στις σχέσεις του με τους άλλους.

[λόγ. < γαλλ. diplomat(e) -ης < diplomatie = διπλωματία κατά το σχ.: aristocratie - aristocrate = αριστοκρατία - αριστοκράτης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. διπλωμάτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες