Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διμερής -ής -ές [δimerís] Ε10 : α. που αποτελείται από δύο μέρη. β. που αφορά δύο μέρη (ομάδες ή κράτη): Διμερές πρόβλημα. Διμερείς συμφωνίες. || που γίνεται ανάμεσα σε δύο μέρη, π.χ. ανάμεσα σε κράτη ή στους αντιπροσώπους τους: Διμερείς συμβάσεις / διαπραγματεύσεις / συμφωνίες.
διμερώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. διμερής, ελνστ. διμερῶς]