Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικονομία η [δikonomía] Ο25 : σύνολο νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τους τύπους οι οποίοι πρέπει να τηρηθούν κατά τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης: Ποινική / πολιτική ~.
[λόγ. δίκ(η) -ο- + -νομία]