Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διθύραμβος ο [δiθíramvos] Ο19 : 1. αυτοσχέδιο, ενθουσιαστικό χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου, που το τραγουδούσαν και το χόρευαν οι οπαδοί του, σε κατάσταση ψυχικής έξαρσης που έφτανε ως την έκσταση: Aπό το διθύραμβο γεννήθηκε το αρχαίο δράμα. || είδος της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης. 2. πολύ ενθουσιώδης ή και στομφώδης έπαινος· εγκώμιο·: Tου έψαλαν διθυράμβους. Οι κριτικοί έγραψαν διθυράμβους για την παράσταση.
[λόγ. < αρχ. διθύραμβος]