Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διηνεκής
1 εγγραφή
διηνεκής -ής -ές [δiinekís] Ε10 : (λόγ.) που διαρκεί επ΄ άπειρον. (έκφρ.) εις το διηνεκές, πάντοτε, αιωνίως. || σε σχήμα υπερβολής και επικριτικά, για κτ. που διαιωνίζεται, που παρατείνεται χωρίς λόγο: Δεν μπορεί αυτή η υπόθεση να συζητείται εις το διηνεκές. διηνεκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διηνεκής, διηνεκῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες