Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διηνεκής -ής -ές [δiinekís] Ε10 : (λόγ.) που διαρκεί επ΄ άπειρον. (έκφρ.) εις το διηνεκές, πάντοτε, αιωνίως. || σε σχήμα υπερβολής και επικριτικά, για κτ. που διαιωνίζεται, που παρατείνεται χωρίς λόγο: Δεν μπορεί αυτή η υπόθεση να συζητείται εις το διηνεκές.
διηνεκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. διηνεκής, διηνεκῶς]