Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διήθημα το [δiíθima] Ο49 : υγρό που προέρχεται από διήθηση.
[λόγ. < ελνστ. διήθημα]
- διήθηση η [δiíθisi] Ο33 : η ενέργεια του διηθώ, η διαδικασία με την οποία διηθείται ένα υγρό: H ~ του νερού / ενός διαλύματος. || (ιατρ.) συγκέντρωση υγρού ή παθολογικών κυττάρων σε ιστούς του σώματος.
[λόγ. < ελνστ. διήθη(σις) -ση]
- διηθητικός -ή -ό [δiiθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διήθηση ή που είναι κατάλληλος για διήθηση: Διηθητικό χαρτί, ειδικό πορώδες χαρτί.
[λόγ. διήθη(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. filtrant]
- διηθητός -ή -ό [δiiθitós] Ε1 : που επιδέχεται διήθηση ή που έχει την ιδιότητα να διηθείται: (ιατρ.) ~ ιός.
[λόγ. διηθη- (διηθώ) -τός μτφρδ. γαλλ. filtrant]
- διηθώ [δiiθó] -ούμαι Ρ10.9 : αφήνω ένα υγρό να περάσει μέσα από πορώδες υλικό, ώστε να απαλλαγεί από τις στερεές ουσίες που αιωρούνται σε αυτό· (πρβ. διυλίζω, φιλτράρω). || (ιατρ.) για σωματικά υγρά ή για παθολογικά κύτταρα που περνούν και συγκεντρώνονται σε ιστούς ή σε κύτταρα.
[λόγ. < αρχ. διηθῶ]