Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διβάρι
1 εγγραφή
διβάρι το [δivári] & βιβάρι το [vivári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ιχθυοτροφείο.

[βι-: μσν. βιβάρι(ον) < λατ. vivari(um) -ον· δι-: ανομ. [v-v > δ-v] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες