Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαχέω [δiaxéo] -ομαι Ρ αόρ. διέχυσα, απαρέμφ. διαχύσει, παθ. αόρ. διαχύθηκα, απαρέμφ. διαχυθεί : (επιστ., λόγ., συνήθ. παθ.) διασκορπίζω, συνήθ. για το φαινόμενο της διάχυσης: Tο φως διαχέεται όταν προσκρούει σε ανώμαλη επιφάνεια. Ο ήχος / το άρωμα διαχέεται παντού.
[λόγ. < αρχ. διαχέω `σκορπίζω, διασκορπίζω΄]