Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφυγή
1 εγγραφή
διαφυγή η [δiafijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφεύγω. 1. απόδραση και διάσωση: Ελέγχονται οι έξοδοι της χώρας, για να εμποδιστεί η ~ του καταζητούμενου σε γειτονικές χώρες. || (μτφ.): Δεν υπάρχει δυνατότητα / οδός διαφυγής για τον άνθρωπο που έχει εγκλωβιστεί στις σύγχρονες πόλεις. || ~ κεφαλαίων στο εξωτερικό, λαθραία εξαγωγή. 2. διαρροή, απώλεια υγρού ή αερίου από δοχείο, αγωγό κτλ.

[λόγ. < αρχ. διαφυγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες