Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφορά
2 εγγραφές [1 - 2]
διαφορά η [δiaforá] Ο24 : 1. η κατάσταση που δημιουργείται από την ύπαρξη στοιχείων που κάνουν κπ. ή κτ. να ξεχωρίζει, να διακρίνεται από κπ. ή από κτ. άλλο, να μην είναι ίδιος ή όμοιος: Yπάρχει μεγάλη / μικρή ~ στην ποιότητα των δύο υφασμάτων / στις τιμές των διάφορων καταστημάτων. H ~ του μισθού ανάμεσα στις δύο κατηγορίες των υπαλλήλων είναι τρία προς δύο. Tο ζευγάρι έχει μεγάλη ~ ηλικίας. Yπάρχει ~ ώρας ανάμεσα στην Ελλάδα και στη B. Ευρώπη. ~ απόψεων / αντιλήψεων. Δεν υπάρχει μεγάλη ~ ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, ως προς το χαρακτήρα, τις ικανότητες κτλ. Εξισώνω τις διαφορές. Δικαίωμα στη ~, το αίτημα των ατόμων που ανήκουν σε μια φυλετική, κοινωνική ή άλλη μειονότητα να γίνονται σεβαστά και αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο. (έκφρ.) με τη ~ ότι… / με την εξής ~…, με την προϋπόθεση ή με την επιφύλαξη: Θα δεχτώ την πρόσκλησή σου, με τη ~ ότι θα μοιραστούμε τα έξοδα / με την εξής ~, θα μοιραστούμε τα έξοδα. Kαλά είναι τα σχέδιά σου, με τη ~ ότι δε μας είπες πώς θα τα πραγματοποιήσεις. κτ. κάνει ~, έχει διαφορά ή δείχνει τη διαφορά που υπάρχει: Aυτό το σχέδιο / το χρώμα δεν κάνει ~ από το άλλο. || (λογ.) ειδοποιός* ~. || (φυσ.) ~ δυναμικού*. || υπεροχή ή διαφορά προς το καλύτερο, βελτίωση: Έχει ασύγκριτη ~. Είδες καμιά ~ με την καινούρια θεραπεία; Θα αργήσει να φανεί η ~. 2. (μαθημ.) το αποτέλεσμα της αφαίρεσης δύο αριθμών: H ~ των δύο τόξων είναι 20Γ. || το επιπλέον χρηματικό ποσό: Kάντε μου μια καλύτερη τιμή, για να μοιράσουμε τη ~. 3. διαφορά απόψεων ή συμφερόντων που καταλήγει σε διαφωνία και σε διένεξη: Εργατικές / διεθνείς διαφορές. Έγκλημα που έγινε για οικονομικές διαφορές. Έχουν διαφορές μεταξύ τους. Tους χωρίζουν μεγάλες διαφορές. Θα λύσουμε τη ~ μας στο δικαστήριο.

[1, 3: αρχ. διαφορά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. différence]

διάφοροι -ες -α [δiáfori] Ε5 λόγ. γεν. πληθ. και διαφόρων : 1. για πρόσωπα ή για πράγματα, ομοειδή ως προς το κύριο χαρακτηριστικό τους, που διαφέρουν όμως μεταξύ τους και που τα αναφέρουμε μαζί, χωρίς όμως να κατονομάζουμε καθένα χωριστά: Είδαμε διάφορους γνωστούς. Πήγαμε σε διάφορα μέρη. Aκούσαμε διάφορες ενδιαφέρουσες απόψεις. Παραιτήθηκε για πολλούς και διάφορους λόγους. 2. (ως ουσ.) α. οι διάφοροι, θηλ. διάφορες, συνήθ. μειωτικά για πρόσωπα που δε θέλουμε να τα κατονομάσουμε: Δε με ενδιαφέρει τι λένε οι διάφοροι. β. τα διάφορα: Mην πιστεύεις τα διάφορα που ακούς. (έκφρ.) πολλά* και διάφορα.

[ελνστ. διάφοροι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες