Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαφθορά η [δiafθorá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφθείρω. α. ανήθικος τρόπος ζωής και ειδικότερα, στο σεξουαλικό τομέα: H έλλειψη σωστής διαπαιδαγώγησης τον οδήγησε στη ~. Kοινωνία όπου βασιλεύει η ~. ~ των ηθών, έκλυση ηθών. β. συστηματική παραβίαση όλων των ηθικών και νομικών κανόνων, κατά την άσκηση των καθηκόντων ενός υπαλλήλου ή λειτουργού, συνήθ. με τη μορφή δωροδοκίας: H ~ στη δημόσια διοίκηση έχει διαβρώσει ολόκληρη την κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. διαφθορά]