Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατριβή
1 εγγραφή
διατριβή η [δiatriví] Ο29 : επιστημονική μελέτη που πραγματεύεται ένα πρωτότυπο θέμα και που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Πανεπιστήμιο ή Πολυτεχνείο) για την απόκτηση ορισμένου επιστημονικού τίτλου: Διδακτορική ~ / ~, για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα. Yποστήριξη της διατριβής, προφορική παρουσίαση της διατριβής από τον υποψήφιο διδάκτορα. (λόγ. έκφρ.) ~ επί διδακτορία*. (παρωχ.) Εναίσιμος* ~. || η διατριβή τυπωμένη σε βιβλίο: Έστειλε τη ~ του στην κριτική επιτροπή των καθηγητών.

[λόγ. < αρχ. διατριβή `μελέτη΄, ελνστ. σημ.: `σύντομη ηθική συγγραφή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες