Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατελῶ
1 εγγραφή
διατελώ [δiateló] Ρ10.5α αόρ. διετέλεσα και (σπάν.) διατέλεσα, απαρέμφ. διατελέσει : (λόγ., για πρόσ.) α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε κατάσταση μέθης, είμαι μεθυσμένος. β. (στο αορ. θ., συνήθ. για ορισμένο αξίωμα)· ήμουν, υπήρξα: Διετέλεσε κάποιος πρωθυπουργός / υπουργός / νομάρχης.

[λόγ. < αρχ. διατελῶ `περνώ τη ζωή μου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες