Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασύρω [δiasíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσυρα, απαρέμφ. διασύρει, παθ. αόρ. διασύρθηκα, απαρέμφ. διασυρθεί, μππ. διασυρμένος : εξευτελίζω σε μεγάλο βαθμό κπ.: ~ κπ. ~ την τιμή / την υπόληψη κάποιου. Εφημερίδες που όχι μόνο αντιπολιτεύονται αλλά και διασύρουν την κυβέρνηση.
[λόγ. < αρχ. διασύρω]