Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαστροφέας ο [δiastroféas] Ο21 : χαρακτηρισμός αυτού που διαστρέφει, που προκαλεί διαστροφές: Kατηγορείται ως ~ της νεολαίας.
[λόγ. < ελνστ. διαστροφεύς, αιτ. -έα]