Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασκελισμός ο [δiaskelizmós] Ο17 : 1. (λόγ.) α. η δρασκελιά. β. το άνοιγ μα των ποδιών κατά το βάδισμα ή το τρέξιμο: Ο ~ του δρομέα. 2. (φιλολ., μετρ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το νόημα, η φράση ή μια λέξη δεν ολοκληρώνεται σε ένα στίχο αλλά συνεχίζεται και στον επόμενο: Mετρικός / νοηματικός ~. Στο δημοτικό τραγούδι όπως και στο έπος δεν υπάρχει ~ του στίχου.
[λόγ. διασκελισ- (διασκελίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. enjembée, enjembement]