Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπραγματεύομαι [δiapraγmatévome] Ρ5.1β : κάνω διαπραγμάτευση. 1. συζητώ, συνεννοούμαι με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κτ.: H κυβέρνηση διαπραγματεύεται τη σύναψη ενός δανείου. Aντιπροσωπείες των εμπολέμων διαπραγματεύονται τους όρους της ανακωχής / της ειρήνης. ~ την αγορά / την πώληση ενός ακινήτου. ~ την τιμή / τους όρους πληρωμής / τον τρόπο εξόφλησης· (πρβ. παζαρεύω). 2. (σπάν.) αναλύω και παρουσιάζω με λεπτομέρειες ένα θέμα, πραγματεύομαι.
[λόγ. < ελνστ. διαπραγματεύομαι `κερδίζω από εμπόριο΄, αρχ. σημ.: `εξετάζω λεπτομερειακά΄ σημδ. γαλλ. négotier]