Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπραγματευτικός -ή -ό [δiapraγmateftikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαπραγμάτευση, τις συζητήσεις για σύναψη συμφωνίας: Tα διαπραγματευτικά όπλα / ατού κάποιου. Διαπραγματευτική επιτυχία.
διαπραγματευτικά ΕΠIΡΡ: Iσχυροποιήθηκε ~ η θέση της χώρας μας. [λόγ. διαπραγματευτ(ής) -ικός]