Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπράττω [δiapráto] -ομαι Ρ αόρ. διέπραξα, απαρέμφ. διαπράξει, παθ. αόρ. διαπράχθηκα, απαρέμφ. διαπραχθεί : εκτελώ, κάνω μια αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται ότι διέπραξε φόνο. Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές. Στις μεγάλες πόλεις διαπράττονται πολλά εγκλήματα.
[λόγ. < αρχ. διαπράττω `επιτελώ΄ σημδ. γαλλ. perpétrer]