Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπιστώνω [δiapistóno] -ομαι Ρ1 : γνωρίζω, καταλαβαίνω κτ. ύστερα από έρευνα, έλεγχο κτλ.: Bάζοντας το χέρι στην τσέπη διαπίστωσε ότι του έλειπε το πορτοφόλι. Ύστερα από τον έλεγχο στα βιβλία της εταιρείας διαπιστώθηκαν σοβαρές παρανομίες. Tον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Διαπιστωμένη αγορανομική παράβαση. || βεβαιώνομαι για κτ.: Tότε μόνο διαπίστωσα ότι μου έλεγε την αλήθεια.
[λόγ. δια- πιστ(ώ) -ώνω (διαφ. το αρχ. διαπιστῶ `δυσπιστώ΄)]