Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπιστευτήριο
1 εγγραφή
διαπιστευτήριο το [δiapisteftírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το καθένα από τα έγγραφα με τα οποία διορίζεται κάποιος ως διπλωματικός αντιπρόσωπος, κυρίως πρεσβευτής, ενός κράτους σε άλλο: Ο νέος πρεσβευτής της Tουρκίας επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. διαπιστεύ(ω) (δες στο διαπεπιστευμένος) -τήριον απόδ. γαλλ. lettres de créance (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες