Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπασών
2 εγγραφές [1 - 2]
διαπασών η [δiapasón] Ο (άκλ.) : 1. (μουσ.) η οκτάβα. 2. οξύτατος τόνος φωνής ή οργάνου: H ορχήστρα παίζει στη ~. Tραγουδάει / βάζει το ραδιόφωνο στη ~. 3. το διαπασών.

[λόγ.: 1: αρχ. ἡ διαπασῶν (= ἡ διά πασῶν χορδῶν συμφωνία) `οχτάβα΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. diapason (στις νέες σημ.) < λατ. diapason < αρχ. ἡ διαπασῶν]

διαπασών το [δiapasón] Ο (άκλ.) : α. (μουσ.) μικρό όργανο που χρησιμοποιούν οι μουσικοί για να παράγουν κυρίως το λα καθώς και τους άλλους φθόγγους. β. (φυσ.) μικρό όργανο με δύο μεταλλικούς βραχίονες σε σχήμα πετάλου, του οποίου οι δονήσεις παράγουν ήχο ορισμένου ύψους.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. diapason (αρσ.) < λατ. diapason < αρχ. ἡ διαπασῶν (δες διαπασών η), ουδ. κατά το όργανο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες