Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διανοούμενος ο [δianoúmenos] Ο20α θηλ. διανοούμενη [δianoúmeni] Ο32 : αυτός που ασχολείται με πνευματικές δραστηριότητες και χαρακτηρίζεται από βαθιά, συνήθ. φιλοσοφική, σκέψη: Παριστάνει το διανοούμενο ενώ είναι τελείως ακαλλιέργητος. Διανοούμενοι και τεχνοκράτες. || (επέκτ.): Είναι ο ~ της οικογένειας· συνεχώς διαβάζει.
[λόγ. μτχ. ενεστ. του ρ. διανοούμαι μτφρδ. γαλλ. intellectuel· λόγ. διανοούμεν(ος) -η]