Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διανομέας ο [δianoméas] Ο21 : 1. αυτός, συνήθ. υπάλληλος, που κάνει διανομή και ιδίως παράδοση ορισμένου αντικειμένου στο δικαιούχο: Ο ~ του συσσιτίου. Tαχυδρομικός ~, ο ταχυδρόμος. || Παραγωγός και ~ κινηματογραφικών ταινιών. 2. (τεχν.) ονομασία συσκευών, ιδίως ηλεκτρονικών, με τις οποίες γίνεται, συνήθ. αυτόματα, η διανομή ύλης ή ενέργειας.
[λόγ.: 1: διανομ(ή) -εύς > -έας· 2: σημδ. γαλλ. distributeur]