Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαμελισμός ο [δiamelizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαμελίζω. 1α. βίαιος χωρισμός των μελών ενός, ανθρώπινου συνήθ., σώματος: Tραγικός ~ στρατιώτη από έκρηξη βλήματος. β. τρόπος θανατικής εκτέλεσης κατά το Mεσαίωνα. 2. (μτφ.) χωρισμός ενός οργανωμένου συνόλου προσώπων, ιδίως κράτους, σε μικρότερα τμήματα: Οι τρεις διαμελισμοί της Πολωνίας κατά το 18ο αι. 3. (γεωλ.) ο τρόπος με τον οποίο χωρίζονται σε τμήματα οι ήπειροι: Οριζόντιος ~, γίνεται από τους ωκεανούς και τις θάλασσες και δημιουργεί χερσονήσους, νησιά, κόλπους κτλ. Kάθετος ~, γίνεται από τα νερά ή άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη μορφολογία της γης και δημιουργεί βουνά, οροσειρές, κοιλάδες κτλ.
[λόγ. < ελνστ. διαμελισμός]