Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαμαρτυρία
1 item total
διαμαρτυρία η [δiamartiría] Ο25 : εκδήλωση με την οποία κάποιος δείχνει αντίθεση, αποδοκιμασία ή άρνηση για κτ., το οποίο τον αφορά και συνήθ. θεωρείται άδικο ή παράνομο: Aτομική / ομαδική ~. Προφορική ~. Δέχομαι χωρίς ~ την αδικία που έγινε σε βάρος μου. Έκφραση / φωνή διαμαρτυρίας. Εκδηλώσεις / συγκέντρωση διαμαρτυρίας. H βαριά φορολογία προκαλεί έντονες διαμαρτυρίες. Σε / εις ένδειξη διαμαρτυρίας. (έκφρ.) υψώνω* φωνή διαμαρτυρίας. || γραπτή διαμαρτυρία: Συντάσσω / υπογράφω / επιδίδω μια ~. || (νομ.): Εξώδικη πρόσκληση και ~.

[λόγ. < ελνστ. διαμαρτυρία, αρχ. σημ.: `νομική αμφισβήτηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go