Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλύτης ο [δialítis] Ο10 : ουσία, συνήθ. υγρή, που χρησιμοποιείται για τη διάλυση άλλων ουσιών, για τη δημιουργία δηλ. ενός διαλύματος: Ο πιο κοινός ~ είναι το νερό. Οργανικοί διαλύτες.
[λόγ. < αρχ. διαλύτης `που διασπά, που διαλύει΄ σημδ. γαλλ. dissolvant]