Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλογισμός ο [δialojizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαλογίζομαι. α. (λογ.) η διαδικασία με την οποία ο νους επεξεργάζεται κτ.: Ο συλλογισμός είναι ορισμένο είδος διαλογισμού. Άμεσος / έμμεσος / παραγωγικός / επαγωγικός ~. β. βαθιά σκέψη: Ήταν βυθισμένος σε διαλογισμούς.
[α: λόγ. < ελνστ. διαλογισμός, αρχ. σημ.: `εξίσωση λογαριασμών΄· β: ελνστ. διαλογισμός]