Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλεκτική
3 εγγραφές [1 - 3]
διαλεκτική η [δialektikí] Ο29 : 1. η τέχνη του επιστημονικού διαλόγου. 2. (φιλοσ.) α. η αναζήτηση της αλήθειας με τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων που στηρίχτηκε στη μαιευτική του Σωκράτη. β. φιλοσοφική μέθοδος που ξεκινάει από μία θέση, την οποία στη συνέχεια θέτει σε αμφισβήτηση με την αντιπαράθεση απόψεων, για να καταλήξει στη σύνθεση των αντιθέσεων και με αυτό τον τρόπο στην εύρεση της αντικειμενικής πραγματικότητας: H ~ του Πλάτωνα / του Aριστοτέλη / του Xέγκελ / του Kαντ. H ~ του Mαρξ / του Ένγκελς, ο διαλεκτικός υλισμός. 3. η εσωτερική αντίθεση που υπάρχει σε μια κατάσταση: H ~ της φύσης / της οικονομίας.

[λόγ.: 2α: αρχ. διαλεκτική· 1, 2β, 3: σημδ. γερμ. Dialektik < αρχ. διαλεκτική]

διαλεκτικός 1 -ή -ό [δialektikós] Ε1 : που ακολουθεί τη διαλεκτική στη διερεύνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας: Διαλεκτική μέθοδος. ~ τρόπος διδασκαλίας. || ~ υλισμός, θεωρία που αναπτύχθηκε από τους Mαρξ και Ένγκελς και σύμφωνα με την οποία το φυσικό και ιστορικό γίγνεσθαι στηρίζεται στη σύνθεση των αντιθέτων. διαλεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διαλεκτικός]

διαλεκτικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τη διάλεκτο: Ο ~ τύπος μιας λέξης. Διαλεκτική προφορά. Διαλεκτική μορφή μιας γλώσσας. διαλεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διάλεκτ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. dialectal < dialect(e) = διάλεκτ(ος) -al = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες