Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακύμανση η [δiakímansi] Ο33 : 1. διαδοχική αυξομείωση που παρουσιάζει ένα μέγεθος: H ισοτιμία της δραχμής με άλλα νομίσματα δεν είναι σταθερή, αλλά παρουσιάζει διακυμάνσεις. Εποχιακή ~ των τιμών των οπωρολαχανικών. Διακυμάνσεις στο ρυθμό παραγωγής / στο ύψος των εξαγωγών. Ο πυρετός παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις. H ~ της στάθμης του νερού. || H ~ του εδάφους, όταν παρουσιάζει ελαφρά υψώματα και χαμηλώματα. 2. (μτφ.) για κατάσταση που μεταβάλλεται διαδοχικά, κάθε φορά προς αντίθετη κατεύθυνση: H ζωή έχει διακυμάνσεις, είναι μια συνεχής εναλλαγή χαράς και θλίψης. H πολιτική έχει διακυμάνσεις, πότε επιτυχίες και πότε αποτυχίες.
[λόγ. < ελνστ. διακυμαν- (διακυμαίνω) `σηκώνω κύματα΄ -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. fluctuation]