Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόσμηση
1 εγγραφή
διακόσμηση η [δiakózmisi] Ο33 : η ενέργεια του διακοσμώ, η διαμόρφωση ενός χώρου ή μιας επιφάνειας, που έχει σκοπό την αισθητική βελτίωση, τη δημιουργία ενός αισθητικά καλού αποτελέσματος: Aνέθεσε τη ~ του σπιτιού του σε διακοσμητή. Aναλαμβάνει τη ~ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. || το αποτέλεσμα του διακοσμώ: Οι βιτρίνες έχουν πολύ ωραία ~. Σπίτια νεόπλουτων με κακόγουστη ~. Zωγραφική ~, διάκοσμος.

[λόγ. < αρχ. διακόσμη(σις) `ταχτοποίηση (του σύμπαντος)΄ -ση κατά τη σημ. της λ. διακοσμώ σημδ. γαλλ. décoration]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες