Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακωμώδηση η [δiakomóδisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακωμωδώ, η παρουσίαση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων με τρόπο που να προκαλεί το γέλιο: H ταινία είναι μια πετυχημένη ~ της νοοτροπίας του νεόπλουτου και ακαλλιέργητου μικροαστού, σάτιρα. Δεν επιτρέπεται η ~ των εθνικών συμβόλων / των ανάπηρων ατόμων, γελοιοποίηση.
[λόγ. διακωμωδη- (διακωμωδώ) -σις > -ση]