Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακριβώνω
1 εγγραφή
διακριβώνω [δiakrivóno] -ομαι Ρ1 : εξακριβώνω κτ. ύστερα από ολόπλευρη και λεπτομερή έρευνα.

[λόγ. < αρχ. διακριβ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες