Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακοσμώ [δiakozmó] -ούμαι Ρ10.9 : διευθετώ ένα χώρο με την τοποθέτηση χρηστικών ή μη χρηστικών αντικειμένων και με τη χρησιμοποίηση άλλων στοιχείων, τα οποία διαμορφώνουν ένα αρμονικό σύνολο: Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα. Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά. Διακόσμησαν τις βιτρίνες με πολύ γούστο / την αίθουσα για τον αποκριάτικο χορό / την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου, στόλισαν. || φιλοτεχνώ επάνω σε μια επιφάνεια παραστάσεις ή σχέδια: Οι τοίχοι των ανακτόρων της Kνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Kασέλες που τις διακοσμούσαν με ξυλόγλυπτες παραστάσεις.
[λόγ. < αρχ. διακοσμῶ `βάζω σε τάξη΄ σημδ. γαλλ. décorer με βάση τη σημ. των λ. κόσμος, κόσμημα]