Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακήρυξη η [δiakíriksi] Ο33 : εξαγγελία ή γνωστοποίηση που γίνεται γραπτά ή προφορικά με επίσημο ή πανηγυρικό τρόπο. 1. κείμενο με το οποίο ανακοινώνονται ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες αρχές: ~ των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, με τις προγραμματικές θέσεις της Γαλλικής Επανάστασης. H ~ των δικαιωμάτων του ανθρώπου ψηφίστηκε από τον ΟHΕ το 1948. H έναρξη του πολέμου έγινε γνωστή στο λαό με ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας. || (συνήθ. πληθ.) γραπτή ή προφορική εξαγγελία υποσχέσεων, διαβεβαιώσεων κτλ.: H κυβέρνηση λησμόνησε τις προεκλογικές διακηρύξεις της. 2. έντυπη αναγγελία με την οποία καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν μέρος σε κάποια οικονομική διαδικασία: ~ μειοδοτικού / πλειοδοτικού διαγωνισμού, προκήρυξη.
[λόγ. < ελνστ. διακήρυξις `δημοπρασία΄ (-σις > -ση) με αλλ. της σημ. κατά το διακηρύσσω σημδ. γαλλ. proclamation]