Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαγραφή η [δiaγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαγράφω (κυρ. στις σημ. I1, 2). 1. σβήσιμο, απαλοιφή και ιδίως ακύρωση τμημάτων ενός γραπτού κειμένου με τη χρήση ειδικών σημαδιών (γραμμών, X κ.ά.): H ~ μιας παραγράφου / πέντε λέξεων από το κείμενο. || (επέκτ.) κατάργηση: ~ των χρεών. 2. αποκλεισμός και απομάκρυνση κάποιου από ένα οργανωμένο σύνολο, από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων: Aθρόες διαγραφές μελών από το κόμμα.
[λόγ. < ελνστ. διαγραφή, αρχ. σημ.: `διάγραμμα΄]