Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγνωστικός
1 εγγραφή
διαγνωστικός -ή -ό [δiaγnostikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διάγνωση1 και κυρίως που είναι κατάλληλος ή ικανός για διάγνωση1: Διαγνωστική μέθοδος. Διαγνωστικό κέντρο. || (ως ουσ.) η διαγνωστική, κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση νοσημάτων.

[λόγ. < ελνστ. διαγνωστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες