Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβρώνω
1 εγγραφή
διαβρώνω [δiavróno] -ομαι Ρ1 : 1. φθείρω, καταστρέφω κτ. αργά και προοδευτικά (συνήθ. για χημική αλλοίωση): Tα οξέα διαβρώνουν τα μέταλλα. Ο τοίχος διαβρώθηκε από την υγρασία. Tο έδαφος είναι διαβρωμένο από τις βροχές. 2. (μτφ.) προκαλώ (ηθική) φθορά, διαφθείρω: Ο κρατικός μηχανισμός έχει διαβρωθεί. Οι ξενόφερτες συνήθειες διαβρώνουν τα ήθη της κοινωνίας μας.

[λόγ. διάβρ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) με επίδρ. της σημ. του αρχ. διαβιβρώσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες