Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβίωση
1 εγγραφή
διαβίωση η [δiavíosi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, οι συνθήκες της ζωής: Aνεκτές / πολυτελείς / άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Θερινή / χειμερινή ~, σε συνθήκες καλοκαιριού / χειμώνα.

[λόγ. < ελνστ. διαβίω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες