Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάπραξη
1 εγγραφή
διάπραξη η [δiápraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπράττω: ~ φόνου / κλοπής / ληστείας / βιασμού.

[λόγ. < αρχ. διάπραξις `επίτευξη΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. perpétration]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες