Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάολος
2 εγγραφές [1 - 2]
διάβολος ο [δjávolos] & διάολος ο [δjáolos] Ο20α προφ. πληθ. και διαβόλοι & διαόλοι : 1. η προσωποποίηση του πνεύματος του κακού: Οι διάβολοι απεικονίζονται με κέρατα και με ουρά. Οι διάβολοι της κόλασης. 2. ο αρχηγός των διαβόλων, ο Σατανάς, ο Εωσφόρος: Ο Θεός και ο ~. Πιστεύει στο διάβολο. Mυστικές τελετές και θυσίες στο διάβολο. ΦΡ κτ. πάει κατά διαόλου, για υπόθεση που εξελίσσεται αρνητικά, προς πλήρη αποτυχία ή καταστροφή. έχει το διάβολο μέσα του / της: α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, παμπόνηρος. β. είναι πανούργος, κακός. δικηγόρος* του διαβόλου. (μένει / κάθεται) στου διαόλου τη μάνα*. διαβόλου κάλτσα / γέννα, τετραπέρατος, παμπόνηρος άνθρωπος. πουλώ* την ψυχή μου στο διάβολο. δουλειά* δεν είχε ο ~, δουλειά βρήκε να κάνει. ο ~ έχει πολλά ποδάρια, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος, ενός κινδύνου παρά τις όποιες προφυλάξεις. έσπασε / σπάει ο ~ το ποδάρι του, η τύχη έγινε ανέλπιστα, απροσδόκητα ευνοϊκή ή αρνητική. βρίσκω το διάολό μου, μπλέκομαι σε απροσδόκητες δυσχέρειες, προβλήματα, βρίσκω τον μπελά μου. τραβώ* το διάολό μου. αποφεύγω κπ. ή κτ., όπως ο ~ το λιβάνι*. για το διάολο πεσκέσι*. ο ~ να σκάσει (θα το κάνω / θα το πω κ.ά.), θα κάνω / θα πω αυτό που θέλω, οτιδήποτε κι αν συμβεί. έχω / γράφω κπ. στου δια(β)όλου το κατάστιχο, αντιπαθώ κπ., δεν τον εκτιμώ, τον περιφρονώ. 3. (σε επιφ. χρήση, κυρίως σε εκφράσεις) στο διάβολο / στο διάολο, δηλώνει διάφορα συναισθήματα ή διαθέσεις, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής και με τα συμφραζόμενα: Πού στο διάβολο πήγες; Tι στο διάβολο θέλεις; Άι στο διάβολο!: α. χάσου, εξαφανίσου. β. (για έκπληξη) σοβαρά; (που) να πάρει ο ~!, για ενόχληση, οργή. να σε πάρει ο ~!, ως κατάρα. Διάβολε!, για έκπληξη, οργή, αγανάκτηση: Διάβολε! πάλι το ξέχασα. 4. (μτφ.) χαρακτηρισμός: α. για άνθρωπο πανέξυπνο, τετραπέρατο, παμπόνηρο: Είναι ~ σωστός. β. για άνθρωπο κακεντρεχή, μοχθηρό, επικίνδυνο: Είναι ο ~ μεταμορφωμένος. γ. κυρίως για μικρό παιδί πάρα πολύ ζωηρό και άτακτο. διαβολάκι το & διαολάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1 και 4γ. διαβολάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 4γ.

[ελνστ. διάβολος (στη νέα σημ.) < αρχ. διάβολος `συκοφάντης΄ σημδ. (ελνστ.) εβρ. sātān (σύγκρ. σατανάς)· διάολος: εξασθένιση και αποβ. του μεσοφ. [v] για αποφυγή της κανονικής μορφής του ονόματος· διάβολ(ος) -άκος]

διαολοστέλνω [δjaolostélno] -ομαι & διαβολοστέλνω [δjavolostélno] -ομαι Ρ αόρ. δια(β)ολόστειλα, απαρέμφ. δια(β)ολοστείλει, παθ. αόρ. δια(β)ολοστάλθηκα, απαρέμφ. δια(β)ολοσταλθεί : στέλνω κπ. στο διάολο, τον διώχνω βρίζοντάς τον: Ήρθε πάλι για να ζητήσει λεφτά, μα τον διαολόστειλα.

[διαολο-, διαβολο- + στέλνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες